υποτελώ

υποτελώ
-έω, ΜΑ [ὑποτελής]
μσν.
εκπληρώνω, πραγματοποιώ μια υπόσχεση
αρχ.
1. πληρώνω φόρο, δασμό, συντάξεις, τέλη (α. «φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες», Ηρόδ.
β. τοὺς τὰς συντάξεις ὑποτελοῡντας», Ισοκρ.
γ. «τὴν δαπάνην ὀποδοῡναι καὶ τὸ λοιπὸν ὑποτελεῑν», Θουκ.)
2. πληρώνω, καταβάλλω (α. «δῶρα ὑποτελεῑν», Πλούτ.
β. «ἄλλο τι ὑποτελεῑν», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποτελῶ — ὑποτελέω pay pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποτελέω pay pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑποτελέω pay fut ind act 1st sg (attic epic doric) ὑποτελέω pay pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποτελέω pay pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτελεταί — οἱ, Μ οι υποτελείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποτελε τού ὑποτελῶ (πρβλ. μέλλ. ὑποτελέσω) + κατάλ. τής* (πρβλ. αἱρε τής)] …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”